ΠΡΟΑΓΩΓΗ – ΑΓΩΓΗ ΥΓΕΙΑΣ
Γιάννη Τούντα
Επ. Καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής
Μια από τις σημαντικότερες πρόσφατες αλλαγές στο
χώρο της υγείας διεθνώς υπήρξε το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την παροχή
πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και την πρόληψη. Οι κοινωνίες άρχισαν να
συνειδητοποιούν τα όρια της σύγχρονης θεραπευτικής/νοσοκομειακής ιατρικής
απέναντι στα μείζονα προβλήματα υγείας της εποχής μας, όπως είναι ο καρκίνος,
τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα ατυχήματα, οι ψυχικές διαταραχές, τα χρόνια
εκφυλιστικά νοσήματα, και πιο πρόσφατα το ΑΙDS. Tαυτόχρονα, οι κρατικοί προϋπολογισμοί όλο και περισσότερο
δυσκολεύονται -ή και αδυνατούν- να ανταποκριθούν στις διογκούμενες δαπάνες για
την υγεία, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία καλύπτουν ανάγκες του
θεραπευτικού/νοσοκομειακού τομέα.
Αυτά τα δύο παράλληλα φαινόμενα, (των αυξανόμενων
δαπανών και της φθίνουσας αποτελεσματικότητας) που συνιστούν την πολυσυζητημένη
κρίση της σύγχρονης ιατρικής, έχουν οδηγήσει στην αναζήτηση νέων πολιτικών
υγείας και στην αναβάθμιση άλλων, σε μια προσπάθεια να απαντηθούν
αποτελεσματικά και να αντιμετωπιστούν οικονομικά τα σύγχρονα προβλήματα
υγείας. Κυρίως, έχουν οδηγήσει στην
ανάπτυξη της πρόληψης, στο βαθμό που η σχέση της υγείας με τον σύγχρονο τρόπο
ζωής και με το σύγχρονο περιβάλλον δημιουργεί μεγάλες δυνατότητες παρέμβασης
και καταπολέμησης των αιτιολογικών παραγόντων της αρρώστιας.
Η 34η γενική συνέλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που πραγματοποιήθηκε το 1981, έθεσε ως στρατηγική επιδίωξη το «Υγεία για όλους το έτος 2000» (Health For All by the year 2000). Η ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας θεωρήθηκε μοχλός αυτής της προσπάθειας, γι' αυτό και ένας από τους βασικούς στόχους που τέθηκαν ήταν ο αναπροσανατολισμός των υπηρεσιών υγείας. Οι άλλοι βασικοί στόχοι ήταν η πρόληψη των προλήψιμων νοσημάτων και προβλημάτων υγείας, η αναβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, η διαμόρφωση υγιεινών στάσεων και συμπεριφορών.
Σχετικά με την πρόληψη, θα πρέπει να διευκρινιστεί
ότι παρόλο που η πρωτογενής πρόληψη, που επιδιώκει την καταπολέμηση διαφόρων
νοσογόνων παραγόντων (κακή διατροφή, κάπνισμα, ναρκωτικά, κ.ά.), συνεισφέρει
πολύ περισσότερα απ' ό,τι η δευτερογενής πρόληψη (προσυμπτωματικός έλεγχος για
έγκαιρη διάγνωση), παραμένει σε πολλές περιπτώσεις υποβαθμισμένη, τόσο στις
προτεραιότητες της πολιτείας όσο και στις επιλογές των πολιτών.
Για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων και
απαιτήσεων, o ΠΟΥ θεσμοθέτησε το 1986, με τη Διακήρυξη της Οτάβας, την πολιτική
της Προαγωγής Υγείας (Health Promotion), που αποσκοπεί στην αναβάθμιση του
φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, στην ενίσχυση των ευρύτερων παραγόντων
που επιδρούν θετικά στην ανθρώπινη υγεία, καθώς και στη διαμόρφωση υγιεινών
στάσεων και συμπεριφορών.
Προσανατολισμένη στην κοινότητα και στις ανάγκες
του κάθε τοπικού πληθυσμού, διαποτισμένη από την ουμανιστική αντίληψη για την
υγεία και την αρρώστια, κοινωνικά προσανατολισμένη, η Προαγωγή Υγείας έρχεται
να καλύψει ένα κενό που μεγάλωνε συνεχώς τα τελευταία χρόνια, καθώς αυξανόταν
το ειδικό βάρος της νοσοκομειακής/θεραπευτικής ιατρικής και η πρόληψη
περιορίζονταν κυρίως στο διαγνωστικό-εργαστηριακό τομέα.
Οι δύο βασικοί στόχοι της Προαγωγής Υγείας, είναι
η αναβάθμιση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος και η υιοθέτηση υγιεινών
συμπεριφορών. Η αναβάθμιση των
ευρύτερων παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία, όπως είναι οι οικονομικοί, οι
περιβαλλοντικοί, οι κοινωνικοί, κ.ά., προϋποθέτει μεγάλο αριθμό δράσεων: διατροφική πολιτική, στέγαση, κάπνισμα,
επιδεξιότητες προσαρμογής, κοινωνική υποστήριξη, κ.ά. Κατά συνέπεια, η Προαγωγή
Υγείας, εκτός από τη στενή συνεργασία των υπηρεσιών υγείας, στηρίζεται και στη
συμβολή όλων των φορέων που σχετίζονται με τους ευρύτερους αυτούς
παράγοντες. Στο πλαίσιο αυτής της
συνεργασίας, η Προαγωγή Υγείας συνδυάζει ποικίλες αλλά συμπληρωματικές μεθόδους
ή τρόπους προσέγγισης, όπως την επικοινωνία, την εκπαίδευση, τη νομοθεσία, τα
οικονομικά μέτρα, τις οργανωτικές αλλαγές, την ανάπτυξη της κοινότητας, καθώς
και αυτογενείς τοπικές δραστηριότητες κατά των κινδύνων που απειλούν την υγεία.
Η διαμόρφωση πολιτικών Προαγωγής Υγείας μπορεί έτσι να σχετιστεί και να ενοποιηθεί
με άλλες πολιτικές, όπως της εργασίας, της στέγασης, των κοινωνικών υπηρεσιών,
της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, κ.ο.κ.
Επίσης, από τη στιγμή που η Προαγωγή Υγείας
αποτελεί ευρύτερη δραστηριότητα στο χώρο της υγείας και της κοινωνίας και όχι
απλώς ιατρική υπηρεσία, όλοι οι επαγγελματίες υγείας, οι κοινωνικοί
επιστήμονες, οι εκπαιδευτικοί, οι περιβαλλοντολόγοι, κ.ά. διαδραματίζουν
σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξή της.
Στο επίκεντρο της προσπάθειας όλων αυτών των
δυνάμεων βρίσκεται η εξασφάλιση της πρόσβασης στην υγεία, δηλαδή η μείωση των
σχετικών ανισοτήτων και η αύξηση των ευκαιριών για βελτίωση της υγείας. Η
επιδίωξη αυτή συνεπάγεται αλλαγές στις πολιτικές του κράτους και των υπεύθυνων
φορέων, ενίσχυση των κοινωνικών δομών και της κοινωνικής υποστήριξης,
αναπροσανατολισμό των υπηρεσιών υγείας, καθώς και ουσιαστική συμμετοχή του
κοινού, με την ανάπτυξη επιδεξιοτήτων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ώστε να
καθίστανται τα άτομα ικανά να αναλαμβάνουν αυθόρμητα ή οργανωμένα υπεύθυνη
δράση για την υγεία τους και να διευκολύνεται έτσι ο εντοπισμός των προβλημάτων
και η λήψη των σωστών αποφάσεων.
Η ανάγκη ενεργού συμμετοχής των ατόμων στην
προάσπιση της υγείας απορρέει από τη σύγχρονη αντίληψη, που ταυτίζει την υγεία
με τη δυνατότητα που έχει ένα άτομο ή μια ομάδα από τη μια να πραγματοποιεί τις
επιθυμίες του/της και να ικανοποιεί τις ανάγκες του/της και από την άλλη να
μεταβάλλει το περιβάλλον ή να προσαρμόζεται σε αυτό. Επομένως, η υγεία θα πρέπει να θεωρείται, όπως ήδη τονίστηκε, όχι
αυτοσκοπός, αλλά συντελεστής της καθημερινής ζωής, που καθορίζεται από
κοινωνικές και προσωπικές δυνατότητες και ικανότητες. Η ενεργοποίηση του
πληθυσμού απαιτεί πλήρη και συνεχή πρόσβαση στην πληροφόρηση για θέματα υγείας,
καθώς και τη μέγιστη δυνατή διάχυση όλων των σχετικών πληροφοριών στο σύνολο
του πληθυσμού, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη της Αγωγής Υγείας.
Ο δεύτερος βασικός στόχος της Προαγωγής Υγείας, η
υιοθέτηση υγιεινών συμπεριφορών, είναι το αντικείμενο της Αγωγής Υγείας. Η
Αγωγή Υγείας αποτελεί συγκροτημένη εκπαιδευτική δραστηριότητα και όχι απλώς
ενημέρωση σε θέματα υγείας όπως συνέβαινε κατά το παρελθόν. Το σύγχρονο αυτό
περιεχόμενο της Αγωγής Υγείας τήν καθιστά αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της
Προαγωγής Υγείας, αλλά και ουσιαστική συνιστώσα της θεραπευτικής διαδικασίας
και της σωστής χρήσης και αξιοποίησης των υπηρεσιών υγείας.
Η ιδιαίτερα σημαντική συμμετοχή και συνενοχή της
ανθρώπινης συμπεριφοράς στην πρόκληση της σύγχρονης νοσηρότητας δημιουργεί
μεγάλα περιθώρια για σημαντικά οφέλη ως προς την υγεία μέσω της καταπολέμησης
των ανθυγιεινών συμπεριφορών. Οι
διατροφικές συνήθειες, το κάπνισμα, η καθιστική ζωή κ.ά., αποτελούν παράγοντες
κινδύνου που μπορούν να ελεγχθούν σε σημαντικό βαθμό με την τροποποίηση της
ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Όμως, στο πλαίσιο της αναζήτησης πλουραλιστικών
και δημοκρατικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης, οι αντιλήψεις για την υγεία δεν
μπορεί να είναι ούτε ενιαίες, ούτε μονολιθικές. Υπάρχουν συχνά εναλλακτικές μορφές θεραπείας και πολλαπλοί τρόποι
κατάκτησης της επιθυμητής σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας. Γι’ αυτό
και η Αγωγή Υγείας επιδιώκει τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής, μέσω της γνώσης
και της υπευθυνότητας, και όχι μέσω της επιβολής κάποιας συμπεριφοράς, ή της
προπαγάνδισης κάποιας αλήθειας, ακόμα και όταν υπάρχει αξιόπιστη επιστημονική
τεκμηρίωση.
Εξάλλου, η ένταξη της Αγωγής Υγείας στην ευρύτερη
στρατηγική της Προαγωγής Υγείας αποτελεί θετική υπέρβαση της διαμάχης για τον
αν η συμπεριφορά ή το περιβάλλον διαδραματίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο στη
διαμόρφωση των φαινομένων της υγείας και της αρρώστιας. Η συμπεριφορά καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό
από το περιβάλλον. Όμως, και το
περιβάλλον διαμορφώνεται και από την επίδραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν μπορεί να
επέλθει στη συμπεριφορά αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες,
και καμιά αναβάθμιση του περιβάλλοντος δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την
ενεργό συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα.
Γι' αυτό και η Προαγωγή Υγείας, που “παντρεύει” τη συμπεριφορά με το
περιβάλλον, αποτελεί για το 21o αιώνα βασική προτεραιότητα ως προς την άσκηση
της σύγχρονης πολιτικής υγείας.
Ανάλογες πρωτοβουλίες αναπτύσσονται και από την
πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συνθήκη
του Μάαστριχ, με το άρθρο 129, έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της δημόσιας
υγείας υιοθετώντας τους στόχους για την πρόληψη της +αρρώστιας, την
καταπολέμηση της σύγχρονης νοσηρότητας και την προαγωγή της υγείας.
Το 1999, η συνθήκη του Άμστερνταμ, με το άρθρο 153 που αντικατέστησε το άρθρο 129, κατοχύρωσε την υπόθεση της προστασίας της υγείας στο επίκεντρο κάθε ασκούμενης ευρωπαϊκής πολιτικής. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική γιατί για πρώτη φορά, η ΕΕ δεσμεύτηκε να λαμβάνει υπόψη της την προστασία της υγείας στους κρίσιμους τομείς του περιβάλλοντος, των μεταφορών, της γεωργίας, της εργασίας, της εκπαίδευσης κ.τ.λ.